πυρρίχαι

πυρρίχαι
πυρρίχᾱͅ , πύρριχος
red
fem dat sg (doric aeolic)
πυρρίχη
war-dance
fem nom/voc pl
πυρρίχᾱͅ , πυρρίχη
war-dance
fem dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πυρρίχη — ἡ, ΝΑ, και πυρίχη Α ο πυρρίχιος χορός αρχ. 1. φρ. «δειναὶ πυρρίχαι» παράδοξες συστροφές τού σώματος 2. παροιμ. φρ. «πυρρίχην βλέπω» κοιτώ με άγριο βλέμμα, με μίσος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού επιθ. πύρριχος*. Ο τ. πυρίχη είναι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”